- εντεροσκόπιο
- τοεργαλείο με το οποίο διανοίγεται ο δαχτύλιος της έδρας και γίνεται ορατό το εσωτερικό του απευθυσμένου (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εντεροσκόπιο — το όργανο με το οποίο εξετάζονται ενδοσκοπικά τα έντερα και μάλιστα το απευθυσμένο (ορθοσκόπιο) … Dictionary of Greek